γνωστικοί

γνωστικοί
γνωστικός
of
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γνωστικός — ή, ό (AM γνωστικός, ή, όν) [γνώστης] 1. αυτός που αναφέρεται στη γνώση 2. το ουδ. ως ουσ. το γνωστικό(ν) η σύνεση, η φρονιμάδα 3. (το αρσ. πληθ.) Γνωστικοί, οι οι οπαδοί τού γνωστικισμού νεοελλ. φρόνιμος, συνετός αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ γνωστική η …   Dictionary of Greek

  • φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Θεοφάνια ή Επιφάνια — Μία από τις μεγάλες γιορτές της χριστιανικής Εκκλησίας που τελείται στις 6 Ιανουαρίου. Η γιορτή αυτή καθιερώθηκε για πρώτη φορά τον 2o αι. στην Αίγυπτο, όπως μας πληροφορεί ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, όπου μερικοί Γνωστικοί χριστιανοί γιόρταζαν στις… …   Dictionary of Greek

  • Λακαριέρ, Ζακ — (Jacques Lacarrierre, Λιμόζ 1925 –). Γάλλος συγγραφέας και νεοελληνιστής. Ξεκίνησε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου μελέτησε κλασική φιλολογία και στη συνέχεια επισκέφθηκε την Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή. Ο πολιτισμός και η ιστορία αυτών των τόπων …   Dictionary of Greek

  • Μάνης ή Μανιχαίος — (Μαρντίνου ή Αφρούνια Μεσοποταμίας 216 – Γκουντεσαχπούρ 277 μ.Χ.). Πέρσης ιδρυτής της θρησκείας του μανιχαϊσμού (βλ. λ.). Καταγόταν από τη νότια Βαβυλωνία και ο πατέρας του Πατέκ ανήκε σε μια θρησκευτική κοινότητα (Μανταίοι ή Γνωστικοί), όπου… …   Dictionary of Greek

  • Μπέμε, Γιάκομπ — (Jakob Boehme, 1575 – 1624). Γερμανός φιλόσοφος. Καταγόταν από αγροτική οικογένεια. Είχε ροπή προς τη μυστικοπάθεια και τη φιλοσοφική διανόηση και γι’ αυτό μελετούσε διάφορα συγγράμματα που αναφέρονταν στη φυσική φιλοσοφία του Βάιγκελ, Σβέγκφελντ …   Dictionary of Greek

  • οφίτες — Αίρεση των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού, που είχε ως θρησκευτικό σύμβολο της το φίδι. Οι ο. δίδασκαν τον δυαδισμό του «υπέρτατου όντος» (θεού) και υποστήριζαν πως ο «Δημιουργός θεός» βρίσκεται σε αντίθεση με τον «Πατέρα θεό». Ο «Πατέρας θεός» …   Dictionary of Greek

  • γνωστικός, -ιά — και ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τη γνώση. 2. συνετός, μυαλωμένος: Είναι γνωστική γυναίκα, δε θα παρατήσει τα παιδιά της. 3. το αρσ. στον πληθ. ως ουσ., γνωστικοί οι οπαδοί του γνωστικισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”